- κιναμίνη
- ηχημ. κυκλική οργανική ένωση που ανήκει στην κατηγορία τών αλκαλοειδών και η οποία αποτελεί συστατικό τού φλοιού τής κιγχόνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quinamine < quin- (< ισπ. quina) + amine < am- (< ammonium) + κατάλ. -ine].
Dictionary of Greek. 2013.